Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια όμορφη ριγέ υφασμάτινη τσάντα, ραμμένη από καραβόπανο, ιδανική για την παραλία. Δεν έμεινε για πολύ στο ράφι του μαγαζιού. Τη διάλεξε πολύ γρήγορα μια όμορφη, κομψή, καλόγουστη κοπέλα, που αγαπούσε πολύ τη θάλασσα, τις διακοπές, το καλοκαίρι. Εκείνη τη χρονιά η κοπέλα είχε τόσο πολύ ανάγκη από καλοκαίρι και διακοπές που μόλις είδε την τσάντα την αγόρασε και την κρατούσε κάθε μέρα για να έχει την αίσθηση των διακοπών ακόμα και μέσα στην πόλη, στη δουλειά της, στις βόλτες της. Η τσάντα ήταν πολύ χαρούμενη και περήφανη που ήταν τόσο χρήσιμη και έκανε την ιδιοκτήτριά της να νιώθει τόσο όμορφα.
Όταν ήρθε η ώρα των διακοπών, η τσάντα ταξίδεψε με την κοπέλα στα ομορφότερα ακρογιάλια και νησιά. Φωτογραφήθηκε κατά κόρον. Έγινε θέμα συζήτησης του καλοκαιριού για την κοπέλα και τις φίλες της. Ταυτίστηκε απόλυτα με τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις εκείνου του ξέγνοιαστου καλοκαιριού.
Ήρθε όμως ο Σεπτέμβρης, τα πρώτα κρύα και οι βροχές και η τσάντα μπήκε μαζί με τα μαγιό και τα παρεό σε ένα ντουλάπι, λίγο λερωμένη και ταλαιπωρημένη. Μα ακόμα όμορφη και εντελώς συμβολική. Πολύ δυσκολεύτηκε η τσαντούλα να συνηθίσει ότι δεν ήταν πια χρήσιμη. Δε μπορούσε να καταλάβει τι σχέση έχει ο καιρός με τη χρησιμότητά της. Τι άλλαξε και από εκεί που ήταν μέσα στο φως και την κίνηση βρέθηκε στα αζήτητα, καταχωνιασμένη σε ένα σκοτεινό ντουλάπι. Της έλειπε πολύ η κοπέλα. Άραγε, της έλειπε και εκείνη; Μάλλον, όχι. Γρήγορα την αντικατέστησε από τα μάλλινα clutch της και τις μεγάλες δερμάτινες Tote τσάντες της. Συνήθισε τη μοίρα της, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα ξαναρχόταν η σειρά της.
Προς ευχάριστη έκπληξή της, η ώρα ήρθε πολύ νωρίτερα από ό,τι περίμενε. Ήταν ένα Σάββατο πρωί, η κοπέλα την ανακάλυψε και την ανέσυρε με πολλή αγάπη και νοσταλγία. Ήταν Νοέμβρης και μετά από μέρες μουντάδας και βροχής είχε βγει και πάλι ο ήλιος. Η κοπέλα ένιωσε ξανά την ατμόσφαιρα του καλοκαιριού που ήδη της είχε λείψει. Και το μυαλό της πήγε αμέσως στην αγαπημένη της τσάντα που είχε σφραγίσει με την παρουσία της το περασμένο καλοκαίρι. Έψαξε πολύ μεθοδικά, τη βρήκε, την τίναξε από κάποια υπολείμματα άμμου που πολύ την συγκίνησαν, τη γέμισε με τα χρειώδη της και βγήκε όλο ενέργεια στους δρόμους της πόλης.
Ήταν και οι δυο τους απίστευτα χαρούμενες εκείνο το ηλιόλουστο φθινοπωρινό σαββατιάτικο πρωινό, περνώντας παρέα από την αγαπημένη λαϊκή αγορά του κέντρου. Το καλοκαίρι είχε περάσει αλλά η ανάγκη για καλοκαίρι ήταν πάντα εκεί. Και αυτό έδινε στην τσάντα μια χρησιμότητα διαχρονική. Δε θα επέστρεφε πια στο σκοτεινό ντουλάπι.Θα έμενε στο κάτω συρτάρι πλάι στις γούνινες και tweed φίλες της. Και θα ομόρφαινε τις ηλιόλουστες μέρες της κοπέλας με διασκεδαστικές καλοκαιρινές αναμνήσεις.
Μέχρι το επόμενο καλοκαίρι…
[Έμπνευση & αφήγηση: Tin Tin, 16/5/ 2019]