Με αφορμή την επιτυχία που γνώρισαν οι παρουσιάσεις για “το χαμένο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου” στο Μουσείο Ακρόπολης, το οποίο θα συνεχίσει τις παρουσιάσεις για τους επισκέπτες του κάθε Σάββατο από τις 9 Νοεμβρίου έως και τις 14 Δεκεμβρίου, σκέφτηκα να σου μιλήσω, αγαπημένε μου fabric lover για ένα θέμα που αγαπώ πολύ και είμαι σίγουρη ότι και εσένα να θα συναρπάσει. Τι θα έλεγες να αφήσουμε στην άκρη για λίγο την σύγχρονη μόδα και να μεταφερθούμε στην Αρχαία Αθήνα να χαζέψουμε την ενδυμασία των γυναικών τότε. Αλήθεια, ξέρεις τι φορούσαν οι γυναίκες στην Αρχαία Αθήνα; Τι φαίνεται να “φορούσε” για παράδειγμα η Χρυσελεφάντινη Αθηνά του Φειδία;
Η βάση της γυναικείας- αλλά και της ανδρικής αμφίεσης- ήταν ο χιτώνας, ο οποίος ήταν λινός. Επρόκειτο για ένα απλό, μακρύ πουκάμισο που έπεφτε ελεύθερα κατά μήκος του σώματος και πιανόταν με ένα κορδόνι. Το αρχικό σχήμα του υφάσματος ήταν σωληνοειδές. Τα σημεία στο ύφασμα που ράβονταν, ήταν οι μακριές πλευρές καθώς και οι ώμοι. Έτσι ο χιτώνας σχημάτιζε μανίκια, τις χειρίδες, που ήταν κοντές και έφεραν κουμπιά.
Ένα άλλο ένδυμα που φοριόταν επίσης από γυναίκες και από άνδρες, και ήταν χαρακτηριστικό της αρχαϊκής περιόδου ήταν το λοξό ιμάτιο (από το 700 π.Χ. περίπου και εξής), γνωστό από τις αρχαϊκές Κόρες της Ακρόπολης. Το ιμάτιο ήταν ένα μακρύ ύφασμα που το περνούσαν κάτω από την αριστερή μασχάλη, το τύλιγαν γύρω από το στήθος και την πλάτη και το κούμπωναν πάνω από το δεξιό βραχίονα. Από την άλλη πλευρά έπεφτε ανοιχτό προς τα κάτω. Το ιμάτιο μπορούσε επίσης να στερεώνεται συμμετρικά και να πέφτει ελεύθερο στην πλάτη, με τις δύο άκρες του που περνούσαν πάνω από τους ώμους προς τα εμπρός, να κρέμονται προς τα κάτω ή πάλι να τυλίγεται γύρω από τους γοφούς ή να καλύπτει τους γοφούς και η μία άκρη του να περνά επάνω από την πλάτη στον αριστερό ώμο και να πέφτει ελεύθερα προς τα εμπρός.
Ο πέπλος, ο οποίος ήταν μάλλινος, φοριόταν αποκλειστικά από τις γυναίκες και αποτελούσε ένα ύφασμα που διπλωνόταν και κάλυπτε τη μία πλευρά του σώματος. Η επάνω μεριά του υφάσματος καρφιτσωνόταν με πόρπες και περόνες, δηλαδή καρφίτσες και παραμάνες (σώζονται πολλές και μπορείς να τις θαυμάσεις σε πολλά αρχαιολογικά μουσεία της χώρας) δημιουργώντας άνοιγμα για το λαιμό και το δεξιό βραχίονα. Φοριόταν πάνω από το χιτώνα. Ο πέπλος και ο χιτώνας φοριόταν συχνά με ζώνη στη μέση. Οι γυναίκες μάζευαν αρκετό ύφασμα του χιτώνα πίσω, το οποίο έπεφτε πάλι προς τα κάτω σχηματίζοντας τον κόλπο.
Και αν έχεις την εντύπωση ότι την εποχή εκείνη κυριαρχούσε το λευκό χρώμα, θα σου πω ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Τα υφάσματα ήταν από ζωηρά χρώματα, κάποτε μάλιστα πολύχρωμα (ειδικότερα η ενδυμασία των νέων) : πορφυρό, κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο. Στους άντρες φαίνεται πως δεν άρεσε το κίτρινο χρώμα, το θεωρούσαν καλό μόνο για τις γυναίκες. Τα λευκά ενδύματα στολίζονταν με μια λωρίδα χρωματιστή.
Τα αρχαία υφάσματα προέκυπταν από τις βασικές πρώτες ύλες, ζωικές, φυτικές ή και μεταλλικές, με κυριότερες το μαλλί, το λινάρι και το μετάξι. Για την ύφανση των πρώτων αυτών υλών χρησιμοποιούνταν ο κάθετος αργαλειός με βάρη. Πολλά βάρη (οι λεγόμενες αγνύθες της αρχαιότητας, μπορείς να δεις και να περιεργαστείς στο μετρό της Αθήνας, στη στάση Ακρόπολη και Σύνταγμα, κα.). Τα υφάσματα, ανάλογα με το είδος του ενδύματος για το οποίο προορίζονταν, ράβονταν με ραφίδες ή βελόνες, χάλκινες, σιδερένιες ή οστέινες. Παρότι η υφαντική ήταν μία βασική οικιακή δραστηριότητα, δεν έλειπαν και τα διάφορα εργαστήρια υφαντουργίας που παρήγαγαν πολυτελή υφάσματα, σε διάφορα χρώματα, αλλά και διακοσμημένα με περίτεχνα σχέδια. Ονομαστά ήταν για παράδειγμα τα διάφανα υφάσματα της Λακωνίας και του Τάραντα, τα πολυτελή της Κορίνθου, των Μεγάρων και της Μιλήτου.
Με υφασμάτινους χαιρετισμούς,
Ελευθερία xxx